πολυκαρποτάτας

πολυκαρποτάτας
πολυκαρποτάτᾱς , πολύκαρπος
fruitful
fem acc superl pl
πολυκαρποτάτᾱς , πολύκαρπος
fruitful
fem gen superl sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πολύκαρπος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Επίσκοπος Σμύρνης. Ήταν μαθητής του ευαγγελιστή Ιωάννη. Επίσκοπος Σμύρνης έγινε στο δεύτερο μισό της βασιλείας του Τραϊανού. Πέθανε με μαρτυρικό θάνατο, όταν ήταν ανθύπατος ο Στάτιος Κοδράτος. Έχει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”